ΜΥΣΥΦΑ και ασφάλεια στη δημόσια υγεία

ΜΥΣΥΦΑ και ασφάλεια στη δημόσια υγεία

Τα Μη Υποχρεωτικώς Συνταγογραφούμενα Φάρμακα (ΜΥΣΥΦΑ) θεωρούνται κατάλληλα για χρήση από το ευρύ κοινό χωρίς να απαιτείται ιατρική συνταγή και δεν αποζημιώνονται από τα ασφαλιστικά ταμεία. Κυκλοφορούν ΜΥΣΥΦΑ για το συνάχι και το κρυολόγημα, αναλγητικά, για γαστρεντερικές διαταραχές, για τα μάτια, βιταμίνες, καθώς και ΜΥΣΥΦΑ για τη φροντίδα του δέρματος.

Τα παραπάνω ανέφερε στο συνέδριο Hellas Pharm 2016 ο Ανδρέας Σοφιανόπουλος, Β’ αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου. Όπως είπε ο κ. Σοφιανόπουλος, οι φαρμακοποιοί αντιδρούν στην πρόθεση της κυβέρνησης να πωλούνται τα ΜΥΣΥΦΑ στα σούπερ μάρκετ, λέγοντας πως τα ΜΥΣΥΦΑ είναι φάρμακα και όχι προϊόντα και οι καταναλωτές τους είναι ασθενείς. Η διαφήμιση είναι προτροπή σε κατανάλωση και η υπερκατανάλωση σημαίνει πολυφαρμακία, ανέφερε ο ίδιος και υπογράμμισε πως η ύπαρξη «πακέτου προσφοράς» στο φάρμακο αντιστρατεύεται την ίδια την υπόσταση του φαρμάκου. Το φάρμακο είναι κοινωνικό αγαθό προστασίας της ζωής.

«Η απελευθέρωση του καναλιού διανομής θα οδηγήσει στην εξαφάνιση του μικρομεσαίου φαρμακείου, σε αύξηση των τιμών των φαρμάκων, σε μείωση των σημείων εξυπηρέτησης του κοινού, σε βλάβη της δημόσιας υγείας και τελικά σε μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό κόστος» τόνισε ο κ. Σοφιανόπουλος και πρόσθεσε πως με την απελευθέρωση διάθεσης των ΜΥΣΥΦΑ ωφελούνται οι φαρμακευτικές εταιρείες και βλάπτονται οι ασθενείς, καθώς θα αναγκαστούν να δαπανούν μεγαλύτερα ποσά για να έχουν πρόσβαση στο κοινωνικό αγαθό που λέγεται φάρμακο. Βλάπτονται ακόμη οι φαρμακοποιοί, καθώς το επάγγελμά τους απορρυθμίζεται συστηματικά και όπως είπε ο ίδιος, βλάπτεται η δημόσια υγεία συνολικά.

Ο κ. Σοφιανόπουλος για να υπογραμμίσει τον κίνδυνο που απορρέει από την απορρύθμιση, ανέφερε για παράδειγμα ότι μόλις σταμάτησε το σκεύασμα Diclofenac να είναι ΜΥΣΥΦΑ στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρουσιάστηκε αλματώδης αύξηση των καρδιαγγειακών επιπλοκών. Επίσης, όταν το Paracetamol αποχαρακτηρίστηκε από ΜΥΣΥΦΑ στη Σουηδία, αυξήθηκαν τα κρούσματα δηλητηρίασης έως και 50%.