Ποιος ο ρόλος της διατροφής στην εγκυμοσύνη και στον θηλασμό;

Ποιος ο ρόλος της διατροφής στην εγκυμοσύνη και στον θηλασμό;

Η σωστή διατροφή είναι «κλειδί» για μητέρα και το βρέφος και κατά την περίοδο της γαλουχίας. Όπως τόνισαν οι επιστήμονες, κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου επιστημονική εκδήλωση με την συμμετοχή της Α’ Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής Eθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Γ.Ν.Α. «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ», «η λήψη σε καθημερινή βάση πολυβιταμινούχων συμπληρωμάτων διατροφής, συνιστάται σε όλη τη διάρκεια τόσο της εγκυμοσύνης όσο και του θηλασμού, καθώς η κάλυψη των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών στη σωστή ποσότητα είναι απίθανο να γίνει μόνο μέσω διατροφής».

Στην εκδήλωση, την οποία χορήγησε η εταιρεία ITF Hellas, η Λέκτορας Μαιευτικής – Γυναικολογίας, της Α΄ Μαιευτικής – Γυναικολογικής Κλινικής ΕΚΠΑ, Γ.Ν.Α. «Αλεξάνδρα», Μαριάννα Θεοδωρά, η σταθερή λήψη πολυβιταμινούχων συμπληρωμάτων μεταξύ άλλων συμβάλει στη φυσιολογική διαμόρφωση και λειτουργία του πλακούντα και την επαρκή παροχή όλων των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών και του οξυγόνου στο έμβρυο.

«Κύριος στόχος είναι η δημιουργία ικανών αποθεμάτων των κατάλληλων θρεπτικών ουσιών για την ανάπτυξη του εμβρύου, αλλά και την παραγωγή πλούσιου σε θρεπτικά συστατικά μητρικού γάλακτος κατά το θηλασμό (ποιοτικό μητρικό γάλα, με τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, στις σωστές ποσότητες), που είναι απίθανο να γίνει μόνο μέσω διατροφής», σημείωσε.

Αξίζει, δε, να τονίσουμε πως κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού οι καθημερινές ανάγκες της γυναίκας σε βιταµίνες και μέταλλα μεταβάλλονται και αυξάνονται σημαντικά. «Η μέλλουσα μητέρα δεν πρέπει απλά να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, αλλά και στις σωστές ποσότητες, καθώς η μητρική διατροφή αποτελεί τη βάση τόσο για μια υγιή κύηση, όσο και για την υγιή ανάπτυξη του νεογνού μέσω του θηλασμού, δεδομένου ότι τα μακρο- & μικροθρεπτικά συστατικά αποτελούν άμεσο ρυθμιστή της σταθερότητας του DNA και επιδρούν στη έκφραση των εμβρυϊκών γονιδίων και των γονιδίων του πλακούντα», συμπλήρωσε η κ. Θεοδωρά.

Η σωστή διατροφή είναι «κλειδί» για μητέρα και το βρέφος και κατά την περίοδο της γαλουχίας. Η μητέρα πρέπει να νααπληρώσει τα αποθέματα της και το μητρικό γάλα θα πρέπει να είναι ποιοτικό, ώστε να εξασφαλίσει τη βέλτιστη ανάπτυξη του νεογνού και την καλύτερη θωράκιση του ανοσοποιητικού του συστήματος.

Σύμφωνα με κλινικές έρευνες, η χορήγηση κατά την κύηση και τον θηλασμό των Ωμέγα-3 λιπαρών οξέων, όπως αυτά που περιέχονται, μεταξύ των άλλων συστατικών, σε εξειδικευμένα για την κύηση και τη γαλουχία πολυβιταμινούχα συμπληρώματα διατροφής, όπως είναι τα σκευάσματα της οικογένειας Iofolen (Iofolen & Iofolen Lactancia), μπορεί να έχει ευνοϊκές επιδράσεις στην ανάπτυξη των νοητικών λειτουργιών του παιδιού, ενώ ικανή πρόσληψη αυτών μειώνει και τη συχνότητα της επιλόχειας κατάθλιψης.

Αντιθέτως, μελέτες έχουν δείξει ότι η χαμηλή πρόσληψη από τη μητέρα βιταμινών και ιχνοστοιχείων κατά τη διάρκεια του θηλασμού, είναι δυνατό να οδηγήσει σε ανεπάρκεια βιταμινών Α, Β1, Β6, C, D και Ε, βιοτίνης, φυλλικού οξέος και ιωδίου στο μωρό της. Η πτωχή διατροφή της μητέρας είναι δυνατό να προκαλέσει μείωση της συγκέντρωσης σημαντικών πρωτεϊνών του μητρικού γάλακτος που προστατεύουν το μωρό από λοιμώξεις. Κλινικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι τα πολυβιταμινούχα συμπληρώματα μπορούν να διασφαλίσουν την παραγωγή μητρικού γάλακτος υψηλής ποιότητας και να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις της μητέρας σε θερμίδες και πρωτεΐνες.

Η ελλιπής διατροφή κατά την κύηση, επεσήμανε η κ. Θεοδωρά, έχει ως αποτέλεσμα τη μη φυσιολογική διαμόρφωση και λειτουργία του πλακούντα και την ανεπαρκή παροχή όλων των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών και του οξυγόνου στο έμβρυο.

Οι αρνητικές συνέπειες της ελλιπούς διατροφής συντελούν στην Υπολειπόμενη Ενδομήτρια Ανάπτυξη (IUGR) και εκδηλώνονται βραχυπρόθεσμα αμέσως μετά τη γέννηση, αλλά και μακροπρόθεσμα στην περιγεννητική περίοδο, την παιδική ηλικία και την ενήλικη ζωή. Η IUGR πλήττει το 5% του γενικού πληθυσμού και αποτελεί τη 2η κύρια αιτία περιγεννητικής νοσηρότητας και θνησιμότητας ενώ σχετίζεται με υπολειπόμενη ανάπτυξη στην εφηβική και ενήλικη ζωή.