Αυξάνονται οι θάνατοι από μελάνωμα στους άνδρες

Αυξάνονται οι θάνατοι από μελάνωμα στους άνδρες

Η θνησιμότητα των ανδρών από μελάνωμα, την πιο επικίνδυνη μορφή καρκίνου του δέρματος, εμφανίζει αύξηση σε όλο σχεδόν τον κόσμο, κατά τα τελευταία 30 χρόνια, ενώ αντίθετα σε αρκετές χώρες η θνησιμότητα των γυναικών αυξάνεται πιο αργά, παραμένει στάσιμη ή και μειώνεται, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που παρουσιάσθηκαν στη Γλασκόβη, σε διεθνές συνέδριο για τον καρκίνο.

Οι ερευνητές, που ανέλυσαν στοιχεία από 33 χώρες για τις οποίες ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) διαθέτει αξιόπιστα στατιστικά δεδομένα σχετικά με την περίοδο 1985-2015, βρήκαν ότι η θνησιμότητα από μελάνωμα εμφανίζει ανοδική τάση σε όλες τις χώρες πλην μόνο μίας (της Τσεχίας).

Σε μερικές χώρες η θνησιμότητα των ανδρών από μελάνωμα έχει αυξηθεί τουλάχιστον κατά 50% κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Η μεγαλύτερη θνησιμότητα καταγράφεται στην Αυστραλία (σχεδόν έξι θάνατοι ανά 100.000 άνδρες), ενώ η χαμηλότερη στην Ιαπωνία (μόνο 0,2 θάνατοι ανά 100.000 κάτοικοι).

Σε όλες τις χώρες παρατηρούνται μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας μεταξύ των ανδρών από ό,τι μεταξύ των γυναικών. Δεν είναι σαφές γιατί παρατηρείται αυτή η διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα και το θέμα πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω, σύμφωνα με τους επιστήμονες. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι άνδρες αδιαφορούν περισσότερο από ό,τι οι γυναίκες να προστατευθούν από τον ήλιο π.χ. με αντηλιακά.

Ο κυριότερος παράγων κινδύνου για μελάνωμα (πάνω από το 90% των διαγνωσμένων περιστατικών), σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι η κυτταρική βλάβη στο δέρμα λόγω της υπερβολικής έκθεσης στην υπεριώδη ηλιακή και άλλη ανάλογη ακτινοβολία π.χ. για τεχνητό μαύρισμα σε σολάριουμ. Παρόλο που οι κίνδυνοι είναι ευρέως γνωστοί, τα περιστατικά μελανώματος εμφανίζουν ανοδική πορεία κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

Οι επιστήμονες ερευνούν επίσης κατά πόσο γενετικοί και άλλοι βιολογικοί παράγοντες παίζουν ρόλο στο ποιος άνθρωπος θα πάθει μελάνωμα (κάτι που πιθανώς θα εξηγούσε και τις διαφορές θνησιμότητας ανάμεσα στα δύο φύλα), αλλά δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα.