Το χάπι της επόμενης ημέρας αυξάνει τον κίνδυνο κατάθλιψης
Μία νέα έρευνα από τη Δανία έρχεται να ενισχύσει τους προβληματισμούς όσων γυναικών παίρνουν το χάπι της επόμενης ημέρας και φοβούνται πως η αντισυλληπτική αυτή μέθοδος επηρεάζει σημαντικά τη διάθεσή τους.
Όπως αποκαλύπτει η ιατρική έρευνα στην οποία συμμετείχαν περισσότερες από ένα εκατομμύριο γυναίκες και έφηβες κοπέλες, το «χάπι» καθώς και άλλες ορμονικές μέθοδοι αντισύλληψης ενδέχεται να αυξάνουν τον κίνδυνο κατάθλιψης.
Μέχρι σήμερα, τα αποτελέσματα παρόμοιων ερευνών ήταν αντικρουόμενα, παρά το γεγονός ότι οι κυκλοθυμικές διακυμάνσεις ήταν συχνά η αφορμή για τη διακοπή τέτοιων πρακτικών.
Όπως ωστόσο τονίζουν οι συγγραφείς της μελέτης στο περιοδικό JAMA Psychiatry, ίσως υπάρχει λόγος που οι επιστήμονες είχαν υποτιμήσει έως τώρα τις συνέπειες του «χαπιού» στην συναισθηματική υγεία των γυναικών: πολλές γυναίκες όταν άρχιζαν να νιώθουν άσχημα διέκοπταν την αγωγή, με αποτέλεσμα να αποκλείονται, ακριβώς λόγω της διακοπής, από τις ομάδες ελέγχου σε σχετικές έρευνες.
Για να αποφύγουν αυτό το πρόβλημα, οι επιστήμονες του πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, σχεδίασαν και διεξήγαγαν μία εθνικής εμβέλειας έρευνα, συμπεριλαμβάνοντας περισσότερες από ένα εκατομμύριο γυναίκες, ηλικίας 15 έως 34 ετών.
Διαχώρισαν τις γυναίκες στις δύο προφανείς ομάδες: σε εκείνες που κάνουν χρήση του χαπιού ή ακολουθούν κάποια άλλη μέθοδο ορμονικής αντισύλληψης και σε αυτές που χρησιμοποιούν, με τον σύντροφό τους, αποκλειστικά προφυλακτικά.
Σχεδόν το 55% του συνόλου, είχε πάρει τουλάχιστον μία φορά το «χάπι» μέσα στο τελευταίο εξάμηνο. Αυξάνοντας τον χρονικό ορίζοντα τελευταίας χρήσης, οι επιστήμονες κατάφεραν να συμπεριλάβουν στην έρευνα και γυναίκες που είχαν εκδηλώσει στο πρόσφατο παρελθόν συμπτώματα κατάθλιψης, ενώ είχαν διακόψει το χάπι.
Στη συνέχεια οι ερευνητές παρακολούθησαν αυτό το ένα εκατομμύριο γυναικών, για έξι χρόνια και πέντε μήνες.
Όταν ανέλυσαν τα δεδομένα, βρήκαν πως οι γυναίκες που προτιμούσαν ένα συνδυασμό χαπιών οιστρογόνων – προγεστερόνης, εμφάνιζαν 23% περισσότερες πιθανότητες να ακολουθήσουν αντικαταθλιπτική αγωγή, σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν ακολουθούσαν καμία ορμονική μέθοδο αντισύλληψης.
Μάλιστα στις γυναίκες που χρησιμοποιούσαν σχεδόν αποκλειστικά χάπια με προγεστερόνη, το ποσοστό του επιπλέον κινδύνου «σκαρφάλωνε» στο 34%.
Χαρακτηριστικό είναι πως για τις γυναίκες που χρησιμοποιούσαν κατά αποκλειστικότητα προγεστερόνη IUD (levonorgestrel) ο κίνδυνος ήταν ακόμη υψηλότερος – στο 60% ενώ για όσες γυναίκες φορούσαν το «αντισυλληπτικό αυτοκόλλητο» (norgesrolmin) η πιθανότητα ανέβαινε στο απόλυτο 100%!
Τα αποτελέσματα ενισχύουν τη θεωρία των επιστημόνων ότι η ορμόνη προγεστερόνη καθώς και η «συνθετική» έκδοχή της, «προγεστίνη», μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση κατάθλιψης.
Τα αποτελέσματα αφήνούν μικρό περιθώριο σε εναλλακτικές εξηγήσεις, σχολιάζουν οι συγγραφείς της έρευνας. Το συντριπτικό ποσοστό του 100% για τις γυναίκες που χρησιμοποιούν το αυτοκόλητο, οφείλεται στην δόση της ορμόνης και όχι στον τρόπο εισαγωγής, εξηγούν.
Στις ομάδες υψηλού κινδύνου είναι τα έφηβα κορίτσια καθώς παρουσιάζουν 80% μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν συμπτώματα κατάθλιψης όταν ακολουθούν συνδυασμό αντισυλληπτικών χαπιών.
Είναι σημαντικό να τονιστεί πως ενώ η κατάθλιψη είναι κοινό και σημαντικό πρόβλημα, το μεγαλύτερο ποσοστό των συμμετεχόντων στην έρευνα δεν επηρεάστηκε τελικά από την αγωγή.
Συνολικά, μόλις το 12,5% των γυναικών αναγκάστηκαν να πάρουν αντικαταθλιπτικά για πρώτη φορά κατά την διάρκεια των 6,4 ετών της έρευνας και μόλις το 2% διαγνώστηκαν, την ίδια περίοδο, για πρώτη φορά με κατάθλιψη.
Αν και από την έρευνα είχαν αποκλειστεί όλες οι γυναίκες με προηγούμενα συμπτώματα κατάθλιψης, οι επιστήμονες αναγνωρίζουν τους περιορισμούς της μεθόδου τους: αφενός σε αρκετές γυναίκες που πάσχουν από κατάθλιψη δεν γίνεται ποτέ επίσημη διάγνωση και από την άλλη, αρκετές είναι οι περιπτώσεις που χορηγούνται αντικαταθλιπτικά για προβλήματα που δε συνδέονται άμεσα με την κατάθλιψη.
Επιπλέον μελέτες πρέπει να διεξαχθούν για να εξετάσουν τις πιθανές παρενέργειες των αντισυλληπτικών χαπιών σε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού. Ωστόσο δε θα ήταν λάθος για τους γιατρούς αλλά και τους ασθενείς ή τους γονείς να αξιοποιήσουν τα δεδομένα της μελέτης κατά το δοκούν, σχολιάζει ο επικεφαλής της έρευνας Όχβιντ Λίντεγκααρντ.
«Οι γυναίκες που αναπτύσσουν κατάθλιψη αφού ξεκινήσουν το «χάπι» θα μπορούσαν να λάβουν υπ’ όψην τους την έρευνα. Επίσης οι γιατροί οφείλουν να συνυπολογίσουν αυτά τα δεδομένα μαζί τα υπόλοιπα ρίσκα και τα οφέλη της ορμονικής αντισύλληψης, όταν συμβουλεύουν τις γυναίκες για το ποια είναι η πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος για κείνες», συνεχίζει.
«Αυτό είναι ακόμα πιο σημαντικό για τις έφηβες κοπέλες που φαίνεται να είναι οι πιο ευάλωτες από όλες στον συσχετισμό χαπιού – κατάθλιψης», καταλήγει ο Λίντεγκααρντ.