Οι γενικοί ιατροί δεν μπορούν να συνταγογραφήσουν τα βρογχοδιασταλτικά LABA/LAMA

Οι γενικοί ιατροί δεν μπορούν να συνταγογραφήσουν τα βρογχοδιασταλτικά LABA/LAMA

Αποκλείονται από τη συνταγογράφηση έτοιμων συνδυασμών LABA/ LAMA οι γενικοί ιατροί. Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Ελληνική Ένωση Γενικής Ιατρικής, «τα μακράς δράσης βρογχοδιασταλτικά (LABA, LAMA) βελτιώνουν αποδεδειγμένα τις τιμές της πνευμονικής λειτουργίας, ανακουφίζουν τα συμπτώματα και ελαττώνουν τη συχνότητα παροξύνσεων στη ΧΑΠ και χρησιμοποιούνται ως θεραπεία συντήρησης. Οι έτοιμοι σταθεροί συνδυασμοί LAMA/LABA, ολοένα και κερδίζουν έδαφος στη διαχείριση της μέτριας- σοβαρής ΧΑΠ, καθώς οι κλινικές μελέτες δείχνουν βελτίωση στην  πνευμονική λειτουργία σημαντικά μεγαλύτερη από αυτή που επιτυγχάνουν το καθένα από τα συστατικά τους μεμονωμένα, με άμεσο αντίκτυπο στον καλύτερο έλεγχο των συμπτωμάτων των ασθενών».

«Σαν αποτέλεσμα στις παγκόσμιες κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαχείριση της ΧΑΠ (GOLD 2016) έχουν τοποθετηθεί ως εναλλακτική αγωγή στο στάδιο Β της νόσου, στάδιο που είναι σαφέστατα δυνατή η διαχείριση της νόσου και από τον  Γενικό Ιατρό» επισημαίνουν στην ανακοίνωσή τους τα μέλη της Ελληνικής Ενωσης Γενικής Ιατρικής, τονίζοντας ότι αυτό επιτυγχάνεται με ελαττωμένο κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών. Για ασθενείς με χαμηλό κίνδυνο εμφάνισης παροξύνσεων ο συνδυασμός LAMA/LABA  είναι προτιμότερος από τον συνδυασμό ICS/LABA, ο οποίο προτείνεται ως θεραπεία εκλογής στο στάδιο C της νόσου (GOLD 2016).

Τα εύλογα ερωτηματικά που γεννούνται, σύμφωνα με τους γενικούς ιατρούς, είναι:

Α) Το στάδιο Β της ΧΑΠ δεν είναι διαχειρίσιμο από Γενικούς Γιατρούς και Παθολόγους, ενώ είναι το στάδιο C (μας επιτρέπεται η πρωτογενής συνταγογράφηση LABA/ICS και όχι LABA/LAMA);

Β) Πως μας επιτρέπεται πρωτογενώς η συνταγογράφηση των επιμέρους συστατικών των έτοιμων συνδυασμών ταυτόχρονα, στον ίδιο ασθενή και όχι ο έτοιμος συνδυασμός τους, χωρίς αυτός να έχει μεγαλύτερο κόστος και ενώ αυξάνει τη συμμόρφωση στην αγωγή.

Τέλος σαν αντίλογο σε φωνές που ισχυρίζονται πως  «οι Γενικοί Ιατροί στην Ελλάδα δεν είναι εκπαιδευμένοι και είναι αναρμόδιοι για τη διαχείριση της ΧΑΠ » είναι σκόπιμο να επαναλάβουμε προς κάθε κατεύθυνση τα εξής:

– Η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) αποτελεί μια από τις συχνότερες χρόνιες παθήσεις και μια σημαντική πρόκληση για τη δημόσια υγεία, που είναι δυνατόν τόσο να προληφθεί, όσο και να θεραπευτεί. Η ΧΑΠ είναι ένα κύριο αίτιο χρόνιας νοσηρότητας και θνησιμότητας (4η αιτία θανάτων παγκόσμια), πολλοί άνθρωποι πάσχουν από τη νόσο για πολλά χρόνια και τελικά πεθαίνουν πρόωρα από αυτή και τις επιπλοκές της. Στα αντικείμενα της εκπαίδευσης στη Γενική Ιατρική είναι η διαχείριση των συνήθων χρόνιων νοσημάτων στη κοινότητα και η ΧΑΠ σαφέστατα είναι ένα από αυτά. Με βάση τα παραπάνω, στις απαιτούμενες γνώσεις και δεξιότητες, που οφείλει να αποκτήσει ο ειδικευόμενος κατά την εξειδίκευση του στη Γενική Ιατρική, αλλά και στις οποίες αυτός αξιολογείται στις εξετάσεις της ειδικότητας, στα Πεδία Κλινικής Ιατρικής περιλαμβάνονται τα αναπνευστικά νοσήματα και στις Κλινικο-Διαγνωστικές Δεξιότητες η διενέργεια Σπιρομέτρησης (με Φορητή Συσκευή) και η ερμηνεία των αποτελεσμάτων της (βάση του Log Book- Βιβλιάριου Εκπαίδευσης Ειδικευόμενου, http://www.elegeia.gr/ekpaideysi/stin-eidikotita). Πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό, πως η εκπαίδευση των Γενικών Ιατρών στα αναπνευστικά νοσήματα δεν γίνεται σε πνευμονολογικές κλινικές, όπως άλλωστε και στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες.  Ο πρόσφατος ιδρυτικός νόμος του Π.Ε.Δ.Υ. ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4238 «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις» επιχειρεί να θέσει το Γενικό Ιατρό θεμέλιο στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και ορίζει πως «οι Οικογενειακοί Ιατροί παρέχουν δέσμη υπηρεσιών υγείας η οποία περιλαμβάνει τη διαχείριση των πλέον συχνών χρόνιων νοσημάτων και καταστάσεων στην κοινότητα, των μειζόνων παραγόντων κινδύνου και των υπηρεσιών φροντίδας υγείας και αποκατάστασης, και εξασφαλίζει το συντονισμό και τη διασύνδεση με άλλους ειδικούς ιατρούς του Τοπικού Δικτύου κατά περίπτωση, καθώς και με τα Νοσοκομεία Αναφοράς».

– O Γενικός / Οικογενειακός Γιατρός βρίσκεται στη καταλληλότερη θέση στο σύστημα υγείας για να αναγνωρίσει τους καπνιστές, να τους βοηθήσει να σταματήσουν το κάπνισμα, να διαγνώσει τη ΧΑΠ σε πρώιμα στάδια και να συντονίσει τη φροντίδα των ασθενών που παρέχεται από ευρεία γκάμα επαγγελματιών υγείας, αλλά και υπηρεσιών, καθώς η νόσος εξελίσσεται. Ο Γενικός/ Οικογενειακός Ιατρός είναι κατάλληλα εκπαιδευμένος για να διαχειριστεί την ήπια και μέτριας βαρύτητας ΧΑΠ. Παραπομπή σε πνευμονολόγο δυνατόν να ενδείκνυται για την επιβεβαίωση της διάγνωσης, τον αποκλεισμό επιπλοκών και επιβαρυντικών παραγόντων. Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με το διατυπωμένο από το 2004 consensus της κοινής ομάδας εργασίας των American Thoracic Society και European Respiratory Society για τη διάγνωση και τη θεραπεία των ασθενών με ΧΑΠ (Standards for the diagnosis and treatment of patients with COPD: a summary of the ATS/ERS position paper. Eur Respir J 2004; 23: 932–946) «η παραπομπή ασθενών με ΧΑΠ σε ειδικό πνευμονολόγο συστήνεται σε ασθενείς με τα ακόλουθα: έναρξη της νόσου σε ηλικία κάτω των 40 ετών, συχνές παροξύνσεις (2 ή περισσότερες το έτος) παρά την επαρκή θεραπευτική αγωγή, ταχέως επιδεινούμενη πορεία νόσου (πτώση στο FEV1, προοδευτική δύσπνοια, ελαττωμένη ανοχή σε άσκηση, ακούσια απώλεια βάρους, σοβαρή ΧΑΠ (FEV1< 50% προβλεπόμενου) παρά την κατάλληλη αγωγή, ανάγκη για χειρουργική αντιμετώπιση ΧΑΠ, και σε αντίστοιχη εξειδικευμένη φροντίδα επί εμφάνισης συνοσηροτήτων (οστεοπόρωσης, καρδιακής ανεπάρκειας, βρογχιεκτασιών, καρκίνου πνεύμονα)».

Τα μέλη της Ελληνικής Ενωσης Γενικής Ιατρικής καλούν τον υπουργό Υγείας να επανεξετάσει το θέμα και να διορθώσει τις στρεβλώσεις της νέας λίστας φαρμάκων. Πάγιο αίτημα μας και επιτακτική ανάγκη είναι ο σχεδιασμός μονοπατιών φροντίδας για τα συνήθη χρόνια νοσήματα στην κοινότητα βασισμένων σε διαδικασίες συναίνεσης (consensus) μεταξύ των επιστημονικών εταιρειών των εμπλεκόμενων με το νόσημα ειδικοτήτων και σε άμεση αντιστοιχία με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.