Οι Έλληνες φοβούνται την ακτινοβολία των κινητών τηλεφώνων

Οι Έλληνες φοβούνται την ακτινοβολία των κινητών τηλεφώνων

Οι περισσότεροι Έλληνες (85%) δηλώνουν ότι τους απασχολεί η έκθεσή τους σε ακτινοβολία, με τον βασικότερο λόγο που επικαλούνται να είναι ο φόβος για τις πιθανές συνέπειες στην υγεία τους (79%).

Οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας (59%) και τα κινητά τηλέφωνα (57%) είναι οι δύο πηγές ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που προκαλούν τη μεγαλύτερη ανησυχία, ενώ τρεις στους τέσσερις Έλληνες (74%) δηλώνουν ότι είναι κατά της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας, ενώ μόνο ένας στους πέντε είναι υπέρ.

Αυτά προκύπτουν από την πρώτη πανελλαδική έρευνα κοινής γνώμης για τις ακτινοβολίες που διενεργήθηκε από την Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΕ) στο πλαίσιο του προγράμματος «Αξιολόγηση των δραστηριοτήτων σε εθνικό επίπεδο για την προστασία από τις ιοντίζουσες και τις μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες – Δράσεις ευαισθητοποίησης», με την κωδική ονομασία «ΑΥΡΑ».

Η έρευνα, που θα αξιοποιηθεί για την ανάπτυξη δράσεων ενημέρωσης και εκπαίδευσης από την ΕΕΑΕ, διενεργήθηκε σε δείγμα 1.811 ατόμων, με τηλεφωνικές συνεντεύξεις την περίοδο Ιουνίου-Ιουλίου 2018 από την εταιρεία ερευνών και δημοσκοπήσεων Palmos Analysis.

Στοιχεία για την Ελλάδα από έρευνες κοινής γνώμης αναφορικά με ζητήματα ακτινοβολιών ήταν διαθέσιμα μέχρι σήμερα μόνο αποσπασματικά και μόνο για συγκεκριμένα θέματα, με κύρια πηγή το Ευρωβαρόμετρο. Σε εθνικό επίπεδο δεν είχε πραγματοποιηθεί ποτέ πριν μια έρευνα για όλο το φάσμα των ακτινοβολιών, την αντίληψη του κινδύνου και τις στάσεις της ελληνικής κοινής γνώμης έναντι κρίσιμων ζητημάτων που άπτονται της δημόσιας υγείας και της προστασίας του περιβάλλοντος.

Μεταξύ άλλων ευρημάτων της έρευνας είναι και τα εξής:

  • Οι εννέα στους δέκα ερωτώμενους δηλώνουν ότι έχουν υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις ή θεραπείες με χρήση κάποιας μορφής ακτινοβολιών. Η ακτινογραφία θώρακος είναι η πιο διαδεδομένη εξέταση με χρήση ακτινοβολιών (90%).
  • Το 89% δεν έχει ζητήσει ποτέ από τον γιατρό του να υποβληθεί σε κάποια εξέταση με χρήση ακτινοβολίας με δική του πρωτοβουλία.
  • Περίπου οι μισοί από τους ερωτώμενους δηλώνουν ότι τους απασχολεί «πολύ» ή «αρκετά» η έκθεσή τους σε ακτινοβολία από ιατρικές εξετάσεις.
  • Το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού (97%) εμφανίζεται να γνωρίζει ότι δεχόμαστε ακτινοβολία στο φυσικό περιβάλλον που ζούμε και κινούμαστε.
  • Ο ήλιος (55%) και οι κεραίες (39%) είναι οι βασικές αυθόρμητες αναφορές από τους ερωτώμενους ως πηγές έκθεσης σε ακτινοβολία από το περιβάλλον.
  • Οι τέσσερις στους δέκα ερωτώμενους δηλώνουν ότι έχουν ακούσει για το φυσικό ραδιενεργό αέριο ραδόνιο.
  • Τα ραδιενεργά απόβλητα, το ραδόνιο, τα μηχανήματα σολάριουμ και οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας αξιολογούνται κατά σειρά ως οι πλέον επικίνδυνες πηγές ακτινοβολίας.
  • Οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας (59%) και τα κινητά τηλέφωνα (57%) είναι οι δύο πηγές ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που ανησυχούν περισσότερο τους ερωτώμενους.
  • Οι επτά στους δέκα δηλώνουν ότι θα ανησυχούσαν και θα αντιδρούσαν ενεργά σε περίπτωση εγκατάστασης κεραίας κινητής τηλεφωνίας κοντά στην κατοικία τους.
  • Στο 4% βρίσκεται η διείσδυση της χρήσης των μηχανημάτων σολάριουμ στον πληθυσμό της χώρας, ηλικίας 18 ετών και άνω. Η υπεριώδης ακτινοβολία χαρακτηρίζεται ως παράγοντας κινδύνου (95%) και μόνο το 1% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι δεν αποτελεί κίνδυνο.
  • Οι τρεις στους τέσσερις (74%) δηλώνουν ότι είναι κατά της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ σχεδόν ο ένας στους πέντε (18%) δηλώνει ότι είναι υπέρ.
  • Η πλειοψηφία (83%) δηλώνουν, σε σχέση με τη λειτουργία πυρηνικών σταθμών σε γειτονικές της Ελλάδας χώρες, ότι φοβούνται για το ενδεχόμενο ατυχήματος που μπορεί να μας θέσει σε κίνδυνο, ενώ μόνο το 7% δηλώνουν ότι δεν νιώθουν ότι κινδυνεύουν από τη λειτουργία τους.
  • Οι οκτώ στους δέκα δηλώνουν ότι τους απασχολεί «πολύ» ή «αρκετά» η πιθανότητα ενός πυρηνικού ατυχήματος στην ευρύτερη περιοχή της χώρας μας με ενδεχόμενες συνέπειες από τη ραδιενέργεια στην Ελλάδα, ενώ μόλις ένας στους δέκα δηλώνει ότι τον απασχολεί «λίγο» ή «καθόλου».
  • Καταγράφεται έλλειμμα ενημέρωσης σχετικά με την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης με συνέπειες από ραδιενεργό ρύπανση, καθώς περίπου το 76% δηλώνει ότι είναι «καθόλου» ή «λίγο» ενημερωμένο για τις σχετικές διαδικασίες και μόνο το 13% δηλώνει «αρκετά» ή «πολύ» ενημερωμένο.
  • Οι οκτώ 8 στους δέκα δηλώνουν ότι είναι «καθόλου» (54%) ή «λίγο» (25%) ενημερωμένοι για το θέμα της διαχείρισης ραδιενεργών αποβλήτων. Η συντριπτική πλειοψηφία (78%) δηλώνει ότι, με βάση τα όσα γνωρίζουν, υπάρχουν ραδιενεργά απόβλητα στη χώρα μας.
  • Οι επτά στους δέκα δηλώνουν ότι το θέμα της διαχείρισης των ραδιενεργών αποβλήτων στην Ελλάδα τους απασχολεί «πολύ» (40%) ή «αρκετά» (29%).
  • Το 84% δηλώνει αντίθετο στη δημιουργία μονάδας προσωρινής αποθήκευσης ραδιενεργών αποβλήτων στην ευρύτερη περιοχή διαμονής του, ενώ μόλις το 12% δηλώνει ότι θα την αποδεχόταν. Το ποσοστό όσων θα αποδέχονταν την εγκατάσταση τέτοια μονάδας, εμφανίζεται υψηλότερο στους νέους ηλικίας 17 – 24 ετών (20%) και 25 – 34 ετών (17%).
  • Το 37% δηλώνει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η επίδραση στις επόμενες γενιές, λόγω της μεγάλης διάρκειας ζωής των ραδιενεργών αποβλήτων, και το 33% αναφέρει την πιθανότητα ατυχήματος κατά τη διαχείριση ραδιενεργών αποβλήτων. Σε μικρότερο ποσοστό αναφέρεται το μεγάλο οικονομικό κόστος της διαχείρισης ραδιενεργών αποβλήτων (15%) και η πολυπλοκότητα των τεχνικών λύσεων για τη διαχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων (8%).
  • Έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι στις δημόσιες αρχές για θέματα ακτινοβολίας και ακτινοπροστασίας καταγράφεται στην έρευνα: Το 40% δηλώνει ότι δεν τις εμπιστεύεται «καθόλου», το 25% τις εμπιστεύεται «λίγο», το 14% «πολύ» ή «αρκετά» και το 20% είναι ουδέτεροι.
  • Το 64% θεωρεί ότι τα ζητήματα της ακτινοπροστασίας και της πυρηνικής ασφάλειας δεν αντιμετωπίζονται με διαφάνεια από τις αρμόδιες αρχές στη χώρα.
  • Το 96% δηλώνει ότι δεν γνωρίζει ποια είναι η αρμόδια ρυθμιστική αρχή για την ασφάλεια των ακτινοβολιών στη χώρα.
  • Οι τρεις στους τέσσερις (73%) αναφέρουν ότι η σχετική πληροφόρηση δεν είναι επαρκής/δεν είναι αρκετή.