Πώς αντιμετωπίζεται το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα;

Πώς αντιμετωπίζεται το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα;

Η χειρουργική αποκατάσταση του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα διενεργείται πλέον μέσω ελάχιστα επεμβατικής – ενδοσκοπικά υποβοηθούμενης μεθόδου.

«Η πρωτοποριακή αυτή μέθοδος επιτρέπει την αποσυμπίεση του μέσου νεύρου μέσω μίας πολύ μικρής τομής στο δέρμα υπό τοπική αναισθησία. Η τομή μήκους 1 εκ. γίνεται μάλιστα στο ύψος του καρπού, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται η μεγάλη και συχνά επώδυνη τομή κατά μήκος της παλάμης, που εφαρμόζεται στην κλασική μέθοδο» σημειώνει στο www.iatronea.gr ο ορθοπεδικός Γεώργιος Τριανταφυλλόπουλος.

Όπως τονίζει ο κ. Τριανταφυλλόπουλος, με την ενδοσκοπική αυτή μέθοδο η απαραίτητη παραμονή του ασθενούς στην κλινική μετά το χειρουργείο περιορίζεται συνήθως σε λίγες μόνο ώρες (Χειρουργείο Ημέρας), ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις ο ασθενής μπορεί να επιστέψει πλήρως στις φυσιολογικές δραστηριότητες και στην εργασία του εντός λίγων μόνο ημερών.

Ποιες εξετάσεις είναι απαραίτητες για την διάγνωση του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα;

Σύμφωνα με τον κ. Τριανταφυλλόπουλο, για τη διάγνωση του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα είναι καταρχάς απαραίτητη η προσεκτική κλινική εξέταση από ειδικό ιατρό, σε συνδυασμό με την αναλυτική καταγραφή των συμπτωμάτων και του ιστορικού του ασθενούς. Διάφορα απλά κλινικά τεστ μπορούν να βοηθήσουν την διαγνωστική διαδικασία, όπως:

Τεστ κάμψης του καρπού, η οποία συχνά είναι μειωμένη και οδηγεί σε αύξηση του πόνου και του μουδιάσματος

Τεστ Phalen: η παρατεταμένη έκταση του καρπού οδηγεί σε δυσαισθησίες και πόνο

Τεστ Tinel: ελαφρά χτυπήματα πάνω από τον καρπιαίο σωλήνα προκαλούν δυσάρεστη τοπική αίσθηση

Απολύτως απαραίτητη κρίνεται η νευροφυσιολογική εκτίμηση κυρίως με την διενέργεια ενός ηλεκτρομυογραφήματος καταγράφοντας  την κινητική ταχύτητα αγωγής του μέσου νεύρου, αλλά και τις ταχύτητες αγωγής και των άλλων νεύρων. Με τον τρόπο αυτό και σε συνδυασμό με τα κλινικά ευρήματα, μπορεί να επιτευχθεί μια αντικειμενική αξιολόγηση του μεγέθους και της ακριβούς τοποθεσίας της πιθανής νευρικής βλάβης και να αποκλειστούν άλλες παθήσεις. Επιπλέον διαγνωστικές διαδικασίες, όπως ακτινογραφία, υπερηχογράφημα υψηλής ανάλυσης ή μαγνητική τομογραφία, είναι πολύ σπάνια απαραίτητες.

Πότε πρέπει να γίνει θεραπεία του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα;

Όπως αναφέρει ο κ. Τριανταφυλλόπουλος, δεν απαιτείται πάντοτε θεραπεία για κάθε διαγνωσμένο σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα. Αρκετοί ασθενείς έχουν πολύ ελαφριά συμπτώματα και εξαιρετικά σπάνιες ενοχλήσεις.

Σε αρχικό στάδιο, εφαρμόζονται συντηρητικές (μη χειρουργικές) θεραπευτικές μέθοδοι. Εάν τα συμπτώματα γίνουν εντονότερα και έχουν παρατεταμένη διάρκεια, είναι απολύτως απαραίτητη η αποτελεσματική θεραπεία του συνδρόμου μέσω χειρουργικής επέμβασης, προκειμένου να αποφευχθούν μόνιμες βλάβες.

Σύμφωνα με τον ειδικό, η αποτελεσματικότερη μη χειρουργική μέθοδος αντιμετώπισης του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα φέρεται να είναι η χρήση ειδικού νάρθηκα ακινητοποίησης του καρπού. Ο νάρθηκας χρησιμοποιείται συνήθως κατά τη διάρκεια της νύχτας και μπορεί να αφαιρεθεί κατά την διάρκεια της ημέρας.

Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να φανεί χρήσιμη η τοπική έκχυση κορτιζονούχου σκευάσματος στην περιοχή του καρπιαίου σωλήνα από ειδικό ιατρό. Η αγωγή με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα δεν προτείνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η αποτελεσματικότητα διαφόρων εναλλακτικών μεθόδων, όπως Laser, θεραπευτικός υπέρηχος, ηλεκτροθεραπεία (TENS), βελονισμός ή ομοιοπαθητική, δεν έχει στηριχτεί προς το παρόν με επαρκείς κλινικές μελέτες.

Ποια είναι η χειρουργική αντιμετώπιση του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα;

«Το διαγνωσμένο σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα μπορεί ουσιαστικά να θεραπευτεί μέσω χειρουργικής επέμβασης, και συστήνεται ανεπιφύλακτα ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που η συντηρητική θεραπεία δεν έχει φέρει αποτελέσματα ή τα συμπτώματα είναι έντονα και παρατεταμένης διαρκείας» εξηγεί ο κ. Τριανταφυλλόπουλος.

Σύμφωνα με τον ίδιο, «η επέμβαση έχει σαν στόχο την μείωση της πίεσης που ασκείται στο μέσο νεύρο κατά την διέλευσή του από τον καρπιαίο σωλήνα, μέσω της σχετικής αύξησης του διαθέσιμου χώρου. Αυτό επιτυγχάνεται βασικά με την πλήρη χειρουργική διατομή του εγκάρσιου/επιμήκους καρπιαίου συνδέσμου, ενός ιστού πάνω από το νεύρο, ο οποίος εκτείνεται από τον καρπό μέχρι το μέσο περίπου της παλάμης. Η διατομή του συνδέσμου αυτού, στην περίπτωση του συνδρόμου του καρπιαίου σωλήνα, δεν επιφέρει λειτουργικές δυσλειτουργίες στο χέρι αλλά αντίθετα απελευθερώνει το νεύρο και οδηγεί στην υποχώρηση και σταδιακά στην εξαφάνιση των τυπικών συμπτωμάτων του συνδρόμου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως σε προχωρημένο στάδιο του συνδρόμου, είναι απαραίτητη και η ταυτόχρονη χειρουργική απελευθέρωση του ίδιου του μέσου νεύρου (νευρόλυση)».