Τα ρευματικά νοσήματα αποτελούν «σιωπηλή» μάστιγα

Τα ρευματικά νοσήματα αποτελούν «σιωπηλή» μάστιγα

Τα ρευματικά νοσήματα ταλαιπωρούν εκατομμύρια άτομα παγκόσμια, ενώ σύμφωνα με στοιχεία της EULAR  τα δημόσια συστήματα υγείας δαπανούν πολύ μεγαλύτερα ποσά από όσα δαπανούν για οποιοδήποτε άλλο νόσημα συμπεριλαμβανομένων του διαβήτη, των καρδιαγγειακών νοσημάτων, των αναπνευστικών νοσημάτων, ακόμη και του καρκίνου.

Τα κόστος αυτό θα γίνει ακόμα μεγαλύτερο την επόμενη δεκαετία εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού αλλά και του  δυτικού τρόπου ζωής (καθιστική ζωή, γρήγορο φαγητό, παχυσαρκία κ.λπ.)

Για το λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνώρισε τα ρευματικά νοσήματα ως μία από τις πέντε μεγαλύτερες χρόνιες «πληγές» της υγείας του πληθυσμού (μαζί με τον καρκίνο, τις καρδιοπάθειες, τις ψυχικές νόσους και τον διαβήτη) στο πλαίσιο του Horizon 2020, του μεγαλύτερου προγράμματος έρευνας και καινοτομίας που έχει ποτέ υιοθετήσει η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, ρευματικά νοσήματα είναι οι μη τραυματικές και μη χειρουργικές παθήσεις του μυοσκελετικού συστήματος και οι παθήσεις του συνδετικού ιστού. Είναι δηλ. οι παθήσεις των αρθρώσεων, των τενόντων, των συνδέσμων, των ορογόνων θυλάκων, των μυών, των οστών και της σπονδυλικής στήλης.

Ορισμένα ρευματικά νοσήματα, τα οποία ονομάζονται αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα, και νοσήματα του συνδετικού ιστού, δεν περιορίζονται μόνο στο μυοσκελετικό σύστημα, αλλά προσβάλλουν και διάφορα άλλα όργανα ή συστήματα του ανθρώπινου οργανισμού, όπως π.χ. τους νεφρούς, το δέρμα, τα μάτια, τους πνεύμονες, την καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες, το ήπαρ, τον εγκέφαλο κ.λπ. Τα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα όχι μόνο είναι οι σοβαρότερες  ρευματικές παθήσεις αλλά μερικές από αυτές είναι από τις πιο σοβαρές και βαρύτερες παθήσεις.

Υπολογίζεται πως περίπου 120 εκατομμύρια άνθρωποι, πάσχουν  από κάποιο ρευματικό νόσημα στην Ευρώπη ενώ στην Ελλάδα ο αριθμός αγγίζει τα 3.000.000. Η ρευματοειδής αρθρίτιδα κατέχει την πρώτη θέση και προσβάλει τρεις φορές πιο συχνά τις γυναίκες σε σχέση  με τους άνδρες. Ακολουθούν η αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα και η ψωριασική αρθρίτιδα.

Στη χώρα μας, σύμφωνα με την κ. Αθανασία Παππά, Πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Αντιρευματικουύ Αγώνα (ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α.), οι Ελληνες ασθενείς με ρευματικά νοσήματα μένουν χωρίς βοήθεια. Έξι στους δέκα ρευματοπαθείς δεν επισκέπτονται άμεσα τον ειδικό γιατρό, τον ρευματολόγο, θεωρώντας κατάλληλο κάποιον άλλο εξειδικευμένο ιατρό. Τέσσερις στους δέκα επισκέφθηκαν τον ρευματολόγο τουλάχιστον τρεις μήνες έπειτα από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων. Σε ό,τι αφορά την αναγνωρισιμότητα των ρευματικών παθήσεων, ένας στους τρεις  θεωρεί ότι γνωρίζει τις ρευματικές παθήσεις, ωστόσο το ποσοστό άγνοιας για συγκεκριμένες ασθένειες όπως ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος ή η Ψωρισιακή Αρθρίτιδα ή  Σπονδυλαρθρίτιδα ή το Σκληρόδερμα ξεπέρασε το 70%.

Η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού και η ενημέρωση και εκπαίδευση των ασθενών αποτελεί σημαντικό στοιχείο της θεραπευτικής αντιμετώπισης.

Θεραπευτική αντιμετώπιση

Σήμερα, χάρη στις προόδους της επιστήμης, υπάρχουν μεγάλες θεραπευτικές δυνατότητες στην αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων.

Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την ΕΛΕΑΝΑ, αποδεικνύεται δύσκολη η πρόσβαση στις θεραπείες για τους Έλληνες πάσχοντες από ρευματικές παθήσεις, κυρίως λόγω των γραφειοκρατικών διαδικασιών.

Η θεραπευτική προσέγγιση του νοσούντα με ρευματική νόσο, τόνισε ο κ. Κούβελας,  Καθηγητής Κλινικής Φαρμακολογίας ΑΠΘ και μέλος της EMA, είναι πολυδιάστατη και δεν πρέπει να περιορίζεται στη φαρμακευτική αγωγή. Χρειάζεται συνδυασμό φαρμάκου, φυσικοθεραπείας, άσκησης, διατροφής και ψυχολογικής υποστήριξης.  Αξίζει να σημειωθεί ότι η φαρμακευτική  αντιμετώπιση των ρευματικών νόσων, έχει εντυπωσιακή πρόοδος τα τελευταία χρόνια.  Πλέον, οι αντιρευματικές θεραπείες είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές με αποτέλεσμα οι ασθενείς να παραμένουν πλήρως λειτουργικοί κα με καλή ποιότητα ζωής.

Η συμμόρφωση του ασθενούς, αποτελεί βασική προϋπόθεση επιτυχίας, διευκρίνισε ο καθηγητής. Πρέπει να ακολουθεί τις οδηγίες του γιατρού, να μη διακόπτει, τροποποιεί τη δόση από μόνος του και να μην εγκαταλείπει την αγωγή του για εναλλακτικού τύπου θεραπείες. Τα φάρμακα λαμβάνονται ή μόνα τους ή συνδυαστικά και είναι απόφαση του θεράποντος ιατρού αναλόγως της κλινικής εικόνας και ανταπόκρισης του ασθενούς.

Τα τελευταία περίπου 10 χρόνια, η χρήση των βιολογικών παραγόντων  στη θεραπευτική αντιμετώπιση  πολλών ρευματικών νοσημάτων  αποτελεί  μία από τις σημαντικότερες θεραπευτικές εξελίξεις.  Το   πολύ ακριβό κόστος χορήγησής τους αντισταθμίζεται από τη μείωση σε άλλες δαπάνες υγείας, όπως η νοσηλεία και οι χειρουργικές επεμβάσεις, αλλά και από τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πασχόντων, η οποία μεταφράζεται σε μεγαλύτερη παραγωγικότητα και λιγότερες απουσίες από την εργασία.

Ένα ακόμα σημαντικό όπλο στη φαρέτρα των γιατρών  είναι πλέον και το βιο-ομοειδή  (bio-similars) , τα οποία  είναι ουσιαστικά αντίγραφα των βιολογικών παραγόντων αλλά όχι ακριβώς ίδια  με τα φάρμακα αναφοράς καθώς  είναι προϊόντα βιολογικής προέλευσης, δηλαδή παρασκευάζονται όπως και οι βιολογικοί παράγοντες από ζωντανούς οργανισμούς, οι οποίοι μπορεί να είναι μικρόβια, πειραματόζωα ή και ανθρώπινα κύτταρα που καλλιεργούνται σε ειδικές συνθήκες.

Το βασικό πλεονέκτημα βέβαια των βιο-ομοειδών (και ο ουσιώδης λόγος ύπαρξής τους) είναι η χαμηλότερη τιμή τους, που επιτρέπει στα συστήματα υγείας να καλύπτουν μεγαλύτερο αριθμό ασφαλισμένων με απαραίτητα φάρμακα. Με τα βιο-ομοειδή λοιπόν, όπως και τα γενόσημα, αυξάνει η προσβασιμότητα του πληθυσμού στο φάρμακο, όχι μόνο στο φθηνότερο, αλλά από την συνολική οικονομία που επιτυγχάνεται και στο καινοτόμο που θεραπεύει παθήσεις ανίατες μέχρι πρότινος.

Το πρώτο βιο-ομοειδές που κυκλοφορεί στην Ευρώπη από το 2013 και από το 2015 και στη χώρα μας είναι βιο-ομοειδές της Ινφλιξιμάμπης (Inflectra). Το σκεύασμα  έχει παρασκευαστεί με σύγχρονες τεχνικές και είναι εξαιρετικά παρόμοιο με το φάρμακο αναφοράς, με υψηλή καθαρότητα και εξαίρετη αντιγονικότητα. Η Φαρμακολογική δράση του αποδείχθηκε παρόμοια με το φάρμακο αναφοράς, με δύο κλινικές μελέτες, η μία σε ρευματοειδή αρθρίτιδα και η δεύτερη σε αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα. Η μέχρι σήμερα εμπειρία από τη χρήση του είναι εξαιρετική.