Τα μικρόβια του στόματος επιδεινώνουν τον καρκίνο του παχέος εντέρου;

Τα μικρόβια του στόματος επιδεινώνουν τον καρκίνο του παχέος εντέρου;

Υπαίτια για την επιδείνωση των όγκων του παχέος εντέρου ενδεχομένως να είναι κάποια μικρόβια του στόματος που ονομάζονται φουσοβακτήρια. Τα συγκεκριμένα βακτήρια χρησιμοποιούν το κυκλοφορικό σύστημα για να φτάσουν στους όγκους, μέσω μιας ειδικής πρωτεΐνης (sugar-binding protein), όπως έχει διαπιστώσει μια μελέτη της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ, που δημοσιεύθηκε στο Cell Host & Microbe.

«Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι η τρίτη κύρια αιτία θανάτου από καρκίνο, με τους άνδρες να αντιμετωπίζουν ελαφρώς μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου (4,7%) έναντι των γυναικών (4,4%) κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Ο βασικός λόγος είναι η εξαλλαγή ορισμένων πολυπόδων και συγκεκριμένα των αδενωματωδών, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους καλοήθεις -ως επί το πλείστον- υπερπλαστικούς & φλεγμονώδεις, έχουν περισσότερες πιθανότητες να εξελιχθούν σε καρκίνο. Εκτός από τους πολύποδες υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που αυξάνουν τις πιθανότητες ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου, μεταξύ αυτών η παχυσαρκία, συγκεκριμένα είδη διατροφής, το κάπνισμα, η βαριά κατανάλωση αλκοόλ και η έλλειψη άσκησης.

Το θετικό είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί το ποσοστό των ανθρώπων που χάνουν τη ζωή τους από καρκίνο του παχέος εντέρου, εξαιτίας της εξέλιξης της τεχνολογίας, των ενδοσκοπικών και χειρουργικών τεχνικών που επιτρέπουν τον έγκαιρο εντοπισμό και αφαίρεση των πολυπόδων.

Στη χώρα μας το ποσοστό θνησιμότητας είναι αρκετά χαμηλό. Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, ενώ το υψηλότερο ποσοστό του συνολικού αριθμού των θανάτων που αποδόθηκαν σε καρκίνο του παχέος εντέρου ήταν 4,0% στη Σλοβενία, στην Ελλάδα ήταν περίπου το μισό (2,2%)», σημειώνει ο γενικός χειρουργός Δρ. Εμμανουήλ Ζαχαράκης – Επ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Imperial College London.

Τα φουσοβακτήρια ήταν γνωστό στους ερευνητές (από παλαιότερες μελέτες που είχαν διεξαχθεί από το Εργαστήριο της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ) ότι είναι περισσότερα στον ανθρώπινο ορθοκολικό ιστό σε σύγκριση με τους γειτονικούς υγιείς ιστούς, καθώς και ότι προωθούν τον σχηματισμό όγκων στο παχύ έντερο και επιδεινώνουν τον ορθοκολικό καρκίνο σε ζώα.

Η συγκεκριμένη μελέτη ήταν η πρώτη που έριξε φως στον τρόπο που μετακινούνται τα μικρόβια από το στόμα στο έντερο και στο πώς εντοπίζονται και πληθαίνουν σε όγκους του παχέος εντέρου. Όπως ισχυρίζονται οι ερευνητές του Χάρβαρντ και επιστήμονες από την Οδοντιατρική Σχολή του Εβραϊκού Πανεπιστημίου Hadassah στο Ισραήλ, τα ευρήματα δείχνουν ότι τα εν λόγω βακτήρια ταξιδεύουν μέσω του αίματος και χρησιμοποιούν μια ειδική πρωτεΐνη για να κολλήσουν σε αναπτυσσόμενους πολύποδες και όγκους του παχέος εντέρου, μέσω των οποίων πολλαπλασιάζονται και στη συνέχεια επιταχύνουν τη νόσο.

Σύμφωνα με την ερευνήτρια Wendy Garrett, της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ και του Κέντρου Καρκίνου Dana-Farber, η αποκάλυψη του μηχανισμού που τα οδηγεί στον όγκο, αλλά και η γνώση γιατί τα φουσοβακτήρια αφθονούν εκεί, θα μπορούσαν να καταδείξουν τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν καινοτόμες θεραπείες να παρεμποδίσουν αυτή τη διαδικασία, αξιοποιώντας τους ίδιους ή παρόμοιους μηχανισμούς.

Όπως επισήμανε ο έτερος συντάκτης της μελέτης Gilad Bachrach, της Οδοντιατρικής Σχολής του Εβραϊκού Πανεπιστημίου Hadassah, στα θετικά της μελέτης είναι ότι αυτή αφορούσε τόσο σε ανθρώπινα δείγματα όσο και σε μοντέλα ποντικών, ενώ στα αρνητικά ότι τα διαθέσιμα μοντέλα ποντικών για το ορθοκολικό αδενοκαρκίνωμα δεν αντανακλούν πλήρως την αργή ανάπτυξη της νόσου στους ανθρώπους.

Επίσης, στη μελέτη ανιχνεύθηκαν φουσοβακτήρια και σε καρκινικά δείγματα από το ήπαρ, όχι όμως και σε μη καρκινικά ηπατικά δείγματα.

«Ο καρκίνος του παχέος εντέρου μπορεί να εξαπλωθεί και σε άλλα όργανα του σώματος, συχνότερα δε στο ήπαρ. Ο μεταστατικός ή σταδίου IV καρκίνος του παχέος εντέρου, όπως ονομάζεται, είναι πιθανό διαγνωστεί στις αρχικές εξετάσεις, οπότε και η θεραπευτική αντιμετώπιση δεν περιορίζεται μόνο στην κολεκτομή, αλλά και στην αφαίρεση του ηπατικού όγκου. Ο χρόνος επιβίωσης των συγκεκριμένων ασθενών εξαρτάται από πλήθος παραγόντων, ωστόσο όσοι έχουν χειρουργικά εξαιρέσιμη μεταστατική νόσο στο ήπαρ έχουν τα υψηλότερα ποσοστά μακροχρόνιας επιβίωσης. Παράλληλα με τη χειρουργική επέμβαση, ενδεχομένως να απαιτηθεί η υποβολή του ασθενή σε χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία και άλλες εξειδικευμένες θεραπείες, η εξέλιξη των οποίων τα τελευταία 25 χρόνια έχουν οδηγήσει στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Ευελπιστούμε η συγκεκριμένη μελέτη να αποτελέσει τη βάση για καινοτόμες θεραπείες που θα δώσουν την ευκαιρία στους ασθενείς να ζήσουν με καλύτερη υγεία και ποιότητα ζωής», καταλήγει ο Δρ. Ζαχαράκης.