Θεοδωρίδου: Τα παιδιά πρέπει να εμβολιαστούν, αποτελούν «δεξαμενή» νέων μεταλλάξεων

Θεοδωρίδου: Τα παιδιά πρέπει να εμβολιαστούν, αποτελούν «δεξαμενή» νέων μεταλλάξεων

Η ενημέρωση για το Εθνικό Σχέδιο εμβολιαστικής κάλυψης για τη νόσο COVID-19, πραγματοποιήθηκε από την πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου, και τον γενικό γραμματέα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Μάριο Θεμιστοκλέους.

Αρχικά, η κ. Θεοδωρίδου ανέφερε: «Έχουν περάσει πάνω από δέκα μήνες που μας απασχολούν τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού. Τα εμβόλια mRNA παρουσιάστηκαν με τεράστια προσπάθεια και όραμα, με ταχύτητα φωτός, σύμφωνα με τους δημιουργούς τους. Από τη συνέντευξή τους, ξεχωρίζω την τοποθέτηση πως, μετά την πανδημία, θα είναι πολλοί περισσότεροι οι άνθρωποι που θα είναι ευγνώμονες στην επιστήμη και θα καταλαβαίνουν την τεράστια σημασία της.

Τα εμβόλια είχαν μεγάλες δυσκολίες για τη διαχείρισή τους. Βαθμιαία υπήρξαν βελτιώσεις ως προς τη συντήρησή τους. Περιέχουν το mRNA και απλά άλλα συστατικά, τα οποία το σταθεροποιούν. Η μέχρι τώρα εμπειρία αναδεικνύει ότι τα εμβόλια mRNA είναι ασφαλή και αποτελεσματικά, έχοντας συμβάλει καθοριστικά στον έλεγχο της πανδημία, δεν περιέχουν συστατικά που προκαλούν αλλεργίες».

Η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών συνέχισε, λέγοντας: «Πολλά είναι τα ερωτήματα για τον εμβολιασμό ατόμων που νόσησαν από κορoνοϊό. Θα αναφερθούμε σε αυτό το θέμα και σήμερα. Η σύσταση που έχει διαμορφωθεί από την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, είναι η χορήγηση μετά από νόσηση μιας δόσης. Έχει ενδιαφέρον αυτή η υβριδική ανοσία, που αποκτά ένα άτομο όταν νοσεί και συνέχεια εμβολιάζεται.

Η ανοσία αυτή φαίνεται ότι είναι πολύ πιο αποτελεσματική από ό,τι η φυσική νόσηση. Ισως διότι αναπτύσσεται ένα ευρύτερο χάσμα αντισωμάτων που αντιμετωπίζει και μεταλλάξεις και άλλου είδους κορωνοϊούς. Στηρίζεται κυρίως στη λειτουργία των μνημονικών κυττάρων που αναπτύσσονται.

Σύμφωνα με στοιχεία του CDC, από μελέτη χιλιάδων ατόμων στο Κεντάκι των ΗΠΑ, άνθρωποι που νόσησαν και δεν προχώρησαν στη συνέχεια στον εμβολιασμό τους, είχαν κατά 2,34 φορές κίνδυνο επαναλοίμωξης σε σχέση με τους εμβολιασθέντες»